Προχωρημένη Εμφυτευματολογία

Κλασικό πρόβλημα  των αυτομοσχευμάτων είναι η δυνατότητα και ο χρόνος που αυτά ενσωματώνονται ή νεκρώνονται. Από μελέτες φαίνεται ότι τα οστεοκύτταρα  παραμένουν ζωντανά για 4-6 ημέρες  μετά την τοποθέτησή τους.

Το λαγόνιο μόσχευμα σε σχέση με την κάτω γνάθο όμως δίνει μεγαλύτερο χρόνο ενσωμάτωσης  με την δέκτρια περιοχή γιατί έχει περισσότερους οστεοβλάστες και έχει ταχύτερη αναδιαμόρφωση. Είναι όμως μαλακό και συνεπώς  δεν ενδείκνυται για άμεση ή σταδιακή φόρτιση.

Η οστεογένεση (Woolff, 1863), οστεοκαθοδήγηση (Barth, 1993) και οστεοεπαγωγή- BMP- (Boyne,1997) καθορίζουν τη διαδικασία της οστικής αναγέννησης. Συστηματικοί παράγοντες (γενετικοί, ασθένειες, φαρμακευτική αγωγή) καθώς και το μέγεθος του ελλείμματος επιπλέον επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Είναι σημαντικό να επιδιώκουμε τη μεγιστοποίηση του οστικού φακέλου και ιδιαίτερα σε χειρουργικές διαδικασίες, όπως η ανοικτή ανύψωση ιγμορείου. Έτσι θα πρέπει πάντα να επιδιώκουμε την αναπέταση της μεμβράνης του Schneider μέχρι το υπερώιο έσω τοίχωμα.

Τα ξενομοσχεύματα συχνά δημιουργούν προβλήματα, επειδή δεν απορροφούνται προβλέψιμα.  Έτσι σε περιπτώσεις διατήρησης φατνίου δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται.  Στην οστική αναγέννηση συνιστάται η box technique του F. Khoury. Σε αυτή, αντί για μεμβράνες ενισχυμένες  χρησιμοποιούνται λεπτά (1mm) blocks με καρφίδες που δημιουργούν ένα 3D κιβωτίδιο, το οποίο πληρούται με τεμαχισμένο μόσχευμα .

Τα block μοσχεύματα ιδιαίτερα αν είναι μεγάλου πάχους, δεν ενσωματώνονται στην δέκτρια περιοχή παρά μόνο στα όρια τους. Η διαδικασία αντικατάστασης των νεκρών κυττάρων διαρκεί άνω των 2 ετών. Γενικά, ο ρυθμός αντικατάστασης του αυτομοσχεύματος είναι ταχύτερος στο σπογγώδες παρά στο φλοιώδες οστούν (T. Albrektsson, 1979).

H προετοιμασία της δέκτριας  περιοχής με οπές στο φλοιώδες δεν επηρεάζει την τελική οστική αναγέννηση.

Γενικά σκόπιμο είναι να τεμαχίζουμε το αυτομόσχευμα παρά να το χρησιμοποιούμε σε block γιατί αυξάνουμε την επιφάνεια, άρα και την οστεοεπαγωγή.

Πολύ σημαντική παράμετρος για την GBR και οι χειρισμοί καθώς και η κατάσταση των μαλακών ιστών.

Έτσι σκόπιμο είναι να βελτιώσουμε τον βιότυπο δημιουργώντας κερατινοποιημένα ούλα. Στην κάτω γνάθο συνηθισμένη τεχνική είναι η Kazanjian και στην άνω γνάθο το μισχωτό μόσχευμα συνδετικού ιστού από την υπερώα.

Το 2013 στο 8ο ΕuCC ετέθη η κατηγοριοποίηση των οριζόντιων και κάθετων ελλειμμάτων στην ακρολοφία σε Part Ι 1-4 mm, Part ΙΙ 4-8 mm και Part 3 >8 mm.

Οι Cowood & Ηοwell συνιστούν το εμφύτευμα να τοποθετείται 1-4 mm μέσα στον οστικό φάκελο όπου χρήζει οστικής αναγέννησης. Στις περιπτώσεις GBR αν χρησιμοποιούμε απορροφήσιμο μόσχευμα δεν χρησιμοποιούμε απορροφήσιμες μεμβράνες.

Συνιστάται να αποφεύγουμε την άμεση τοποθέτηση αλλά να περιμένουμε τουλάχιστον 6-8 εβδομάδες (για ωρίμανση των ιστών και σταθεροποίηση του οστού) για την εμφύτευση που επιμένει ότι πάντοτε πρέπει να γίνεται με κλειστή επούλωση. Η διάνοιξη του φρεατίου σκόπιμο είναι να γίνεται με την ειδική trephine για λήψη του οστικού στυλίσκου για χρήση αυτού σε GBR.

Σκόπιμο είναι να χρησιμοποιούμε τεχνικές αποκάλυψης των εμφυτευμάτων που αυξάνουν τη ζώνη των προσπεφυκότων ούλων παρειακά. Ετσι   γίνεται η τομή το δυνατόν γλωσσικότερα και να επιτυγχάνεται διατήρηση αυτού του κερατινοποιημένου κρημνού παρειακά.

Η λέπτυνση του γλωσσικού κρημνού και ιδίως αποκάλυψη του οστού θα πρέπει να αποφεύγεται ενώ στην άνω γνάθο δεν υπάρχει πρόβλημα γιατί ο υπερώιος κρημνός έχει  μεγάλο δυναμικό αναγέννησης.

Ένδειξη για την υπερώα είναι η  roll flap και σε μεγαλύτερη ανάγκη κερατινοποιημένων ιστών  παρειακά η Palazzi. Ιδιαίτερα με την Palazzi έχουμε επιπλέον τα πλεονέκτημα καλύτερης δημιουργίας μεσοδόντιων θηλών. Όταν υπάρχει GBR υπερώια δεν χρησιμοποιούμε τις ανώτερες τεχνικές αλλά FGG ή CTG.

Στην κάτω γνάθο για δημιουργία προσπεφυκότων ούλων ενδείκνυται η Kazandjian τεχνική (1945) κατά την οποία η βασική τομή γίνεται 2 mm από την παρυφή στην ουλοπαρειακή. Ο κρημνός αναπτύσσεται από την τομή αυτή ως μερικού πάχους μέχρι την παρυφή της ακρολοφίας  όπου  τέμνουμε το περιόστεο και αναπετάσουμε ολικό κρημνό. Κατόπιν αποκόπτουμε όλες τις μυικές καταφύσεις στο περιόστεο. Συρράπτουμε το περιόστεο με απορροφήσιμα και κατόπιν τον μερικού πάχους στον απογυμνωμένο από μυικές ίνες κρημνό.

Παραμένει ανοικτό το άνοιγμα στην ουλοπαρειακή. Λόγω του ανοικτού τραύματος και της αρχικής αιμορραγίας συνιστάται στον ασθενή η αποφυγή όξινων, αλατιού και η χρήση αντισηπτικών.

Εναλλακτικά μπορεί να κάνουμε ελεύθερο ουλικό μόσχευμα (FGG) ή CTG.

Ανύψωση ιγμορείου.

Η λειτουργία του ιγμορείου πιθανόν να σχετίζεται με τη φώνηση και τη ρύθμιση της θερμοκρασίας. Έτσι ποτέ δεν πρέπει να μπλοκάρουμε την επικοινωνία του με τις ρινικές κοιλότητες.

Από την βιβλιογραφία φαίνεται ότι η ανάπτυξη του ιγμορείου ξεκινά από την ηλικία των 6 ετών και σε περιπτώσεις νωδότητας αυξάνει ιδιαίτερα τις διαστάσεις του.  Συνιστάται η πλήρωση του ιγμορείου να ξεκινά από την μεμβράνη. Το υλικό εκλογής του είναι το Αlgipore (αλλοπλαστικό) ενώ σε επαφή με τα εμφυτεύματα θα πρέπει να είναι αυτογενές (περίπτωση ταυτόχρονης τοποθέτησης).

H τεχνική του μισχωτού υποεπιθηλιακού μοσχεύματος από την υπερώα.

Η αρχική τομή γίνεται 2-3 mm από την υπερώια ουλοδοντική σχισμή. Γίνεται αποκόλληση προς κέντρο υπερώας ολικού πάχους κρημνού και κατόπιν παρασκευής του περιοστέου, διατήρηση ευρείας βάσης  στην περιοχή που δεν θα καλυφθεί, περιστροφή όλου του υποεπιθηλιακού κρημνού, συρραφή με απορροφήσιμα  ράμματα 6/0, (βελόνα 16mm) με το βάθος της ουλοπαρειακής και τέλος συρραφή του υπόλοιπου κρημνού.